- κατατρέχει
- κατατρέχωrun downpres ind mp 2nd sgκατατρέχωrun downpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek
περιπλανώμενος Ιουδαίος — Πρωταγωνιστής ενός γνωστού μεσαιωνικού θρύλου, που μιλά για έναν Ιουδαίο ονομαζόμενο Αχασβήρο, ο οποίος δεν επέτρεψε στον Ιησού να ακουμπήσει στον τοίχο του σπιτιού του, ενώ μετέφερε με μεγάλη δυσκολία το σταυρό στο Γολγοθά. Κατά το θρύλο, του… … Dictionary of Greek
ελληνόφοβος, -η — ο που φοβάται τους Έλληνες και τους κατατρέχει, που έχει ελληνοφοβία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατρέχω — κατέτρεξα και κατάτρεξα, κατατρέχτηκα, κατατρεγμένος, καταδιώκω κάποιον, προσπαθώ να τον βλάψω: Τον κατατρέχει ο προϊστάμενός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)